ἱπποκόμου

ἱπποκόμου
ἱππόκομος
groom
masc/fem/neut gen sg
ἱπποκόμος
groom
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θερβάντες Σααβέντρα, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Saavedra Cervantes, Αλκαλά ντε Ενάρες, Μαδρίτη 1547 – 1616). Ισπανός συγγραφέας. Ο Θ. έζησε κατά την ιστορική περίοδο της νίκης της Ισπανίας στη Ναύπακτο και της ήττας της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου B’. Έλαβε ενεργό μέρος στα… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”